Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

ΠOΡΙΣΜΑΤΑ ΗΜΕΡΙΔΑΣ ΜΕ ΘΕΜΑ "15ος ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ"

ΙΕΡΑ  ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΣ  ΠΕΙΡΑΙΩΣ
ΓΡΑΦΕΙΟΝ  ΕΠΙ  ΤΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ  ΚΑΙ  ΤΩΝ ΠΑΡΑΘΡΗΣΚΕΙΩΝ 
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΗΜΕΡΙΔΑ ΜΕ    ΘΕΜΑ : «15ος ΚΑΝΩΝ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΚΑΙ ΔΙΑΚΟΠΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ»
 ΑΙΘΟΥΣΑ  «ΠΕΙΡΑΪΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ»  ΠΕΙΡΑΙΩΣ
 ΠΕΜΠΤΗ 27 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ 2014
Ἡ Ἱερὰ Μητρόπολις Πειραιῶς, μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου μας κ.κ. Σεραφείμ, σὲ συνεργασία μὲ τὸ Γραφεῖο ἐπὶ τῶν Αἱρέσεων καὶ Παραθρησκειῶν, διοργάνωσε καὶ πραγματοποίησε τὴν Πέμπτη 27 Νοεμβρίου 2014 καὶ ὥρα 4 μ.μ. στὴν αἴθουσα τοῦ «Πειραϊκοῦ Συνδέσμου» Πειραιῶς, Θεολογικὴ Ἡμερίδα μὲ θέμα: «15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καὶ διακοπή τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας»,  στὴν ὁποία μετεῖχαν πλῆθος κληρικῶν καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τῆς Πειραϊκῆς Ἐκκλησίας.
Τὴν ἔναρξη τῶν ἐργασιῶν τῆς ἡμερίδος ἐκήρυξε ὁ Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης μας κ. Σεραφείμ. Στὴ συνέχεια τὸ θέμα ἀναπτύχθηκε διεξοδικὰ ἀπὸ τρεῖς ἐκλεκτοὺς ὁμιλητές: 
α) τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Πειραιῶς κ.κ. Σεραφείμ, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ἡ ἀποτείχιση ὑπὸ τὸ φῶς τῆς ζωῆς καὶ τῶν ἀγώνων τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου», 
β) τὸν ἀρχ. π. Βασίλειο Παπαδάκη, Καθηγούμενο τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Ἁγίας Ἀναστασίας τῆς Ρωμαίας Ρεθύμνου, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ἡ διακοπὴ τῆςἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας σύμφωνα μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Θεολογία καὶ Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας» καὶ 
γ) τὸν πρωτ. π. Ἰωάννη Φωτοπουλο, Νομικὸ καὶ Θεολόγο, ὁ ὁποῖος ἀνέπτυξε τὸ θέμα: «Ἀκοινωνησία καὶ ἀποτείχιση σύμφωνα μὲ τὴν διδασκαλία καὶ τὸν βίο τῶν ἁγίων Πατέρων».
Ἡ Ἡμερίδα, μετὰ τὸ πέρας τῶν εἰσηγήσεων καὶ μετὰ ἀπὸ ἐκτενῆ συζήτηση ἐπ’ αὐτῶν, κατέληξε στὰ ἀκόλουθα πορίσματα:

ΠΟΡΙΣΜΑΤΑ
1. Στὴν Ὀρθοδοξία εἶναι σημαντικὴ ἡ μνημόνευση τοῦ ἐπισκόπου ἑκάστης τοπικῆς Ἐκκλησίας, ὡς ἐγγυητοῦ καὶ φύλακος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκφραστοὺ τῆς ἑνότητος τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος, ἡ ὁποία (ἑνότης) πραγματώνεται καὶ διαφυλάσσεται ἐν τῇ Θεία Εὐχαριστία. 
Ὅταν ἀθετεῖται ἡ πίστις διὰ τῶν αἱρέσεων, τότε ἡ Ἐκκλησία, διὰ τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων της ἐπισημαίνει τὶς ἀποκλίνουσες αἱρετικὲς διδασκαλίες καὶ στὴν συνέχεια, ἀκολουθοῦσα τὴν μακραίωνα Κανονικὴ καὶ Συνοδικὴ Παράδοση, προχωρεῖ στὴν καταδίκη της αἱρέσεως ὡς καὶ τῶν ἀμετανοήτως ἐπιμενόντων στὶς αἱρετικὲς διδασκαλίες αἱρετικῶν μὲ τὴν συγκρότηση Ὀρθοδόξων Συνόδων σὲ τοπικὸ ἢ καὶ σὲ οἰκουμενικὸ ἐπίπεδο.
2. Ἡ ραγδαία ἐξάπλωση τῆς παναιρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καθ’ ὅλη τὴν διάρκεια τοῦ 20ου αἰῶνος μέχρι τῶν ἡμερῶν μας γέννησε τὴν ἀνάγκη σὲ ὁμάδες κληρικῶν καὶ λαϊκῶν ἀναζητήσεως ἐρεισμάτων στοὺς Ἱεροὺς Κανόνες καὶ στοὺς ἁγίους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, προκειμένου νὰ στηρίξουν σ’ αὐτοὺς τὴν ἀποφυγή των ἀπὸ κάθε ἐπικοινωνία μὲ τὴν αἵρεση, διακόπτοντες κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ αἱρετίζοντες ἐπισκόπους. Ἔτσι ἦλθε γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ἐδῶ καὶ μερικὰ χρόνια, στὸ προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικαιρότητος ὁ 15ος Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς συγκληθείσης ἐπὶ τῶν ἡμερῶν τοῦ μεγάλου Φωτίου τὸ 861.
3. Ὁ ἐν λόγω Ἱερὸς Κανών, (καὶ ἀκριβέστερα το δεύτερο μέρος, ἢ παράγραφος τοῦ ἐν λόγω Κανόνος), ἐπιτρέπει τὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου, (ἀποτείχιση), τοῦ ὑφισταμένου κληρικοῦ ἀπὸ τὸν προϊστάμενό του ἀκόμη καὶ πρὸ συνοδικῆς κρίσεως αὐτοῦ, μόνον ὑπὸ τὴν προϋπόθεση, ὅτι κηρύσσει δημοσίως αἵρεση «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην». Ἡ προϋπόθεση αὐτὴ εἶναι πολὺ σημαντική, διότι μᾶς ὑποχρεώνει νὰ βαδίσουμε «ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι» καὶ νὰ στηριχθοῦμε στὴν διάγνωση, πού ἐκεῖνοι ἔκαμαν, μὲ τὴν δύναμη καὶ τὸν φωτισμὸ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ὡς πρὸς τὴν ἐν λόγω αἵρεση, ἀκολουθοῦντες καὶ ὄχι προπορευόμενοι τῶν Ἁγίων Πατέρων καὶ προαρπάζοντες τὴν κρίση αὐτῶν σχετικὰ μὲ τὴν αἵρεση. Καὶ τοῦτο διότι δὲν εἶναι ἁρμόδιό το κάθε μέλος τῆς Ἐκκλησίας νὰ ἐπισημάνει καὶ νὰ διαγνώσει μὲ ἀσφάλεια τὴν αἵρεση, διότι δὲν ἔχει τὶς ἀνάλογες πνευματικὲς προϋποθέσεις. Μὲ τὴν παρὰ πάνω φράση: «παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην», οἱ συντάκτες τοῦ ἐν λόγω Ἱεροῦ Κανόνος,ἐπιδιώκουν νὰ τονίσουν ἐπίσης τὸν σεβασμὸ πρὸς τὸν συνοδικὸ θεσμὸ τῆςἘκκλησίας, ἀλλὰ καὶ τὴν αὐθεντία τῶν ἁγίων Πατέρων.
4. Ὁ ἐν λόγω Ἱερὸς Κανὼν ὀφείλει νὰ ἑρμηνευθεῖ στὸ πνεῦμα καὶ στὴ συνάφεια τῶν δύο προηγουμένων, τοῦ 13ου καὶ 14ου, μετὰ τῶν ὁποίων ἀποτελεῖ μία θεματικὴ ἑνότητα. Ὅπως δηλαδὴ οἱ δύο παραπάνω κανόνες (13ος καὶ 14ος) ὡς καὶ τὸ πρῶτο μέρος τοῦ 15ου, κρίνουν ἀπαραίτητη τὴν συνοδικὴ κρίση καὶ ἐξέταση τῶν ἠθικῶν παραπτωμάτων ἢ ἄλλων ἀδικημάτων τοῦἘπισκόπου, πρὶν ἀπὸ τὴν διακοπὴ τῆς μνημονεύσεώς του, ἔτσι καὶ πολὺπερισσότερο τώρα, ὅταν δηλαδὴ πρόκειται γιὰ τὸ σοβαρότατο παράπτωμα τῆςἐκπτώσεως σὲ κάποια αἱρετικὴ διδασκαλία, θεωρεῖται ἀναγκαία ἡ συνοδικὴκρίσις καὶ ἐξέτασις τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου, διότι τὸ ἀπαιτεῖ ἡ συνάφεια μὲ τοὺς δύο προηγουμένους Ἱεροὺς Κανόνες, ἀλλὰ καὶ ἡ ὅλη Συνοδικὴ Παράδοση τῆςἘκκλησίας μας. Ἡ μόνη διαφοροποίησις δὲ σχέση μὲ τοὺς δύο προηγουμένουςἹεροὺς Κανόνες ἔγκειται στὸ ὅτι, ὅταν ἡ αἰτία τῆς ἀποτειχίσεως εἶναι ἡ ἔκπτωσις σὲ «κατεγνωσμένη» αἵρεση, τότε ἐπιτρέπεται ἡ ἀποτείχιση ἀκόμη καὶ πρὸσυνοδικῆς κρίσεως τοῦ ἐκπεσόντος αἱρετικοῦ ἐπισκόπου. Ἡ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸσῶμα τῆς Ἐκκλησίας δὲν γίνεται κατὰ τρόπο ἀόρατο καὶ αὐτόματο, ἀπὸ μόνη της, μόλις δηλαδὴ ἐκπέσει ὁ αἱρετικὸς στὴν αἵρεση, ἀλλὰ μὲ τὴν συγκεκριμένη καταδικαστικὴ συνοδικὴ ἀπόφαση. Ἂν ἡ ἀποκοπὴ τοῦ αἱρετικοῦ γινόταν αὐτόματα, ἀπὸ μόνη της, θὰ ἦταν περιττὴ ἡ συνοδικὴ καταδίκη του.
5. Οἱ συντάκτες Πατέρες τοῦ 15ου Ἱεροῦ Κανόνος δὲν κατέστησαν ὑποχρεωτικὴ τὴν ἀποτείχιση ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπισκόπους. Ὁ Κανόνας αὐτὸς δὲν νομοθετεῖ ὑποχρέωση, ἀλλὰ ἁπλῶς παρέχει δικαίωμα. Ἐνῶ ἐπαινεῖἐκείνους, πού ἀποτειχίζονται ἀπὸ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο «πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως» αὐτοῦ, δὲν ἐπιβάλλει ὅμως κάποια ποινὴ σ’ ἐκείνους, πού χωρὶς νὰ ἀποδέχονται τὶς διδασκαλίες του, ἐξακολουθοῦν νὰ τὸν μνημονεύουν, ἐνῶπαράλληλα  ἐλέγχουν τὶς κακοδοξίες του καὶ ἐπιζητοῦν τὴν ἐπέμβαση καὶἀσφαλῆ συνοδικὴ διάγνωση καὶ καταδίκη του ὑπὸ τοῦ οἰκείου συνοδικοῦὀργάνου. Ἐὰν ὁ Ἱερὸς Κανὼν εἶχε ὑποχρεωτικὸ χαρακτήρα, θὰ ἔπρεπε νὰὑπάρχει ὁπωσδήποτε μία ἀνάλογη διατύπωση γιὰ ὅλους ἐκείνους, πούἐξακολουθοῦν νὰ ἔχουν ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τὸν αἱρετικὸ ἐπίσκοπο πρὶνἀπὸ τὴν συνοδικὴ καταδίκη του, καὶ στὴ διατύπωση αὐτὴ θὰ ὑπῆρχε ἡπροβλεπόμενη ποινή, ἀφοῦ μάλιστα πρόκειται γιὰ ἕνα τόσο σοβαρὸ θέμα, ὅπως εἶναι ἡ αἵρεση. Πέραν τούτου ἐὰν ἡ Ἐκκλησία θεωροῦσε ὑποχρέωση τοῦκληρικοῦ τὴν ἄμεση ἀπόσχισή του ἀπὸ τοῦ ἐπισκόπου, τοῦ πεσόντος εἰς αἵρεσιν, θὰ εἶχε θεσπίσει εἰδικοὺς κανόνες πάνω στὸ θεμελιῶδες αὐτὸ ζήτημα καὶ μάλιστα αὐστηροτάτους. Δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ ὁμιλήσει σχετικὰ μὲ τὸ ζήτημα αὐτὸ ὡς ἐν παρενθέσει, δηλαδὴ δὲν θὰ ἠρκεῖτο νὰ παρεμβάλη ἁπλῶς μία ἐξαίρεση σὲ Ἱεροὺς Κανόνας, οἱ ὁποῖοι θεσπίσθηκαν πρὸς ἀποθάρρυνση καὶ τιμωρίαν τῶν σχισμάτων. 
 6. Στὴν ἀντιμετώπιση τῶν αἱρέσεων εἶναι καθοριστικὴ καὶ κομβικὴ ἡσυμβολὴ τῶν ἁγίων Πατέρων, ὅπως φαίνεται ἀπὸ τὰ Πρακτικά των Συνόδων, τοὺς Βίους τῶν Ἁγίων, τὴν ἐκκλησιαστικὴ Γραμματεία καὶ τοὺς Ἱεροὺς Κανόνες. Οἱ ἅγιοι Πατέρες δὲν αὐτοσχεδιάζουν, ἀλλ’ ὡς θεοφώτιστοι καὶ θεοκίνητοι,ἀναιροῦν μὲ τὸ θεολογικό τους λόγο τὴν αἵρεση καὶ καθοδηγοῦν τὸ λαὸ τοῦΘεοῦ στὴν στάση του ἔναντι αὐτῆς καὶ τῶν αἱρετικῶν, ὅπως αὐτὸ φαίνεται ἀπὸτὸν βίο καὶ τοὺς ἀγῶνες τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου.
7. Ἀσφαλεῖς χειραγωγοὶ τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος στὴ στάση τουἀπέναντι στὴν σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ἀποτελοῦν οἱ ἐσχάτως διαλάμψαντες ὅσιοι Πατέρες, ὅπως ὁ ὅσιος Ἰουστίνος ὁ Πόποβιτς, ὁ ἅγιος Γέροντας Παΐσιος ὁ ἁγιορείτης, ὁ ἅγιος Γέρων Φιλόθεος Ζερβάκος, ὁ ὁσίος Γέρων καὶ μεγάλος Ρῶσος ἁγιορείτης ἀσκητής, ἱδρυτὴς τῆς Ἱερᾶς Μονῆς Τιμίου Προδρόμου τοῦ Ἔσσεξ Ἀγγλίας, Σωφρονίος Σαχάρωφ, κ.α., οἱ ὁποῖοι ἐπεσήμαναν μὲν τὸν Οἰκουμενισμό, ἀλλὰ δὲν ἀποτειχίστηκαν ἀπὸ τοὺς κατὰ τόπους ἐπισκόπους των, ἐπισημαίνοντες ταυτόχρονα τὴν ἀνάγκη τῆς συνοδικῆς καταδίκης της αἱρέσεως αὐτῆς, ὡς καὶ τῶν προωθούντων αὐτήν. 
Ἡ προτίμηση τῶν αὐτοσχεδιασμῶν μας ἔναντι της κακοδοξίας σὲ σχέση μὲ τὴ θεοφώτιστη στάση τῶν συγχρόνων ἁγίων Πατέρων, ὁ ἰσχυρισμὸς ὅτι περιττεύει ὁ θεῖος φωτισμὸς καὶ ἡ συνοδικὴ καταδίκη της αἱρέσεως στὸ ζήτημα τῆς ἀποτειχίσεως, μᾶς ἀπομακρύνουν ἀπὸ τὸ πνεῦμα τῶν ἁγίων Πατέρων, ἐνῶ οἱ πολυποίκιλεςὕβρεις κατὰ τῶν σημερινῶν Ἁγίων ἐκ μέρους ἀποτειχισθέντων ἀδελφῶν ὄχι μόνο τους ἀποτειχίζουν ἀπὸ τοὺς αἱρετίζοντες ἐπισκόπους, ἀλλὰ καὶ τοὺς ἀποσχίζουνἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
8. Τὸ γεγονὸς ὅτι στὴ σύγχρονη παναίρεση τοῦ Οἰκουμενισμοῦἐνυπάρχουν στοιχεῖα παλαιοτέρων αἱρέσεων, συνοδικῶς καταδικασθέντωνὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας, δὲν ἀναιρεῖ τὴν ἀναγκαιότητα τῆς σύγχρονης συνοδικῆς καταδίκης της, σύμφωνα μὲ τὸ πνεῦμα καὶ τὴν πρόταση τοῦ ὁσίου Ἰουστίνου τοῦ Πόποβιτς. Πρὸς τὸν σκοπὸ αὐτὸ ὀφείλει ὁ κλῆρος καὶ ὁ πιστὸς λαὸς τοῦΘεοῦ νὰ στρέψει τὶς ἀγωνιστικές του προσπάθειες και νὰ ἐνεργοποιηθεῖ σ’ ἕνα δυναμικότερο ἀντιαιρετικὸ ἀγώνα, μέχρις ὅτου ἡ Ἱεραρχία μας, πιεζόμενη ἀπὸκλῆρο καὶ λαό, ἀσχοληθεῖ μὲ τὴν παναίρεση αὐτή, καταδικάσει αὐτὴν συνοδικῶς, κατονομάσει τοὺς ὀπαδούς της καὶ καλέσει αὐτούς σε μετάνοια. Σὲπερίπτωση δὲ ποὺ ἐπιμένουν στὶς πλάνες τους, ἀποκόψει αὐτοὺς ἀπὸ τὴνἘκκλησία.
9. Ἡ θεολογία τῶν ἁγίων καὶ θεοφόρων Πατέρων καὶ ἡ θεοφώτιστη ποιμαντικὴδιακονία τους ἔχει ὀντολογικὸ θεμέλιο τὴν Ἐκκλησία ὡς τὸ σῶμα τοῦ ζῶντος Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἀποσκοπεῖ δὲ στὴν περιφρούρησι τῆς ἑνότητος τοῦἐκκλησιαστικοῦ σώματος, τῆς ἀκεραιότητος τῆς πίστεως, τῆς ἐμπειρίας τῆςἘκκλησίας, ἀλλὰ καὶ στὴν οὐσιώδη παράθεση καὶ ἐφαρμογὴ τῶν ἀληθῶν προβλέψεων τοῦ θείου Νόμου καὶ τῶν Ἱερῶν Κανόνων, διὰ τῶν ὁποίων θεσμοθετεῖται καὶ πραγματοποιεῖται ἡ ἐγχρίστωσις τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου καὶ ἡ κατὰ χάριν θέωσή του.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ.pdf by thriskeftika
 thriskeftika.blogspot.gr