Ο Αγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ο Ομολογητής (1894-1979)·
Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς ανήκει στις μεγάλες ιερατικές και θεολογικές μορφές της συγχρόνου Εκκλησίας, εφάμιλλος των μεγάλων Πατέρων της αρχαίας Εκκλησίας.
Ο θεολογικός του λόγος καθαρός, ορθόδοξος, θεμελιωμένος στην Αγία Γραφή και τους Πατέρες της Εκκλησίας.
Είναι ο θεολόγος του Θεανθρώπου, ο οποίος με θαυμάσιο πατερικό ύφος, θεολόγησε με καταπληκτική ακρίβεια την εν τω Θεανθρώπω απολύτρωση του ανθρωπίνου γένους.
Ο Άγιος Ιουστίνος γεννήθηκε το 1894 την ημέρα του Ευαγγελισμού, στην πόλη Βράνιε στην Νότια Σερβία. Ο πατέρας του λεγόταν Σπυρίδων, η μητέρα του Αναστασία και προερχόταν από οικογένεια κληρικών αριθμούσα επτά διαδοχικές γενεές ιερέων. Έλαβε το όνομα Μπλάγκογιε, δηλαδή Ευάγγελος, ο αγγελιοφόρος της καλής και χαρμόσυνης αγγελίας (του Ευαγγελίου), λόγω της ημέρας της γεννήσεώς του. Όντως, όλη η επίγεια ζωή του υπήρξε ένα Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του καλού και χαρμόσυνου μηνύματος του Ευαγγελίου. Παντού στα λόγια του και πάντα στην ζωή του ο όσιος Ιουστίνος το έλεγε και το ομολογούσε: κάθε ανθρώπινο όν, κάθε ανθρώπινη ύπαρξη, όπως και κάθε πλάσμα του Θεού, είναι ένα ακατάπαυστο Ευαγγέλιο, μια αναγγελία του Ευαγγελίου. «Και μόνο με το ότι δημιουργήθηκε κατ’ εικόνα του Θεού, κάθε άνθρωπος, και ιδιαίτερα ο άνθρωπος του Χριστού, είναι ένα ζωντανό Ευαγγέλιο του Θεού», έλεγε ο αββάς Ιουστίνος. Κάθε άνθρωπος επαναλαμβάνει το Ευαγγέλιο του Χριστού και γι’ αυτό ο Ευαγγελιστής Ιωάννης είπε ότι «έστι δε και άλλα πολλά όσα εποίησεν ο Ιησούς άτινα, εάν γράφηται καθ’ έν, ουδέ αυτόν οίμαι τον κόσμον χωρήσαι τα γραφόμενα βιβλία» (Ιωάν. 21, 25). Δηλαδή ο Χριστός σε κάθε άνθρωπο συνεχίζει να γράφει το Ευαγγέλιό Του.
Υπήρξε συνεπής ορθόδοξος και στηλίτευε την αίρεση.
Με σαφή λόγο απόδειξε την αίρεση του παπισμού και του προτεσταντισμού, ως απόλυτο εκφυλισμό της σώζουσα Ορθοδοξίας. Ιδιαίτερα επικριτικός υπήρξε για την σύγχρονη μάστιγα του Οικουμενισμού, τον οποίο χαρακτήρισε ως «παναίρεση».
Κάποιοι λυσσαλέα μάχονται τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, ζητώντας μας νὰ παραμένουμε ὅπως αὐτοί σὲ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, καὶ κατακρίνοντας κάθε ἐνέργεια ἀποτειχίσεως.
Ἄλλοι φέρνουν ὡς παράδειγμα τὴν στάση τῶν συγχρόνων Γερόντων καὶ Ἁγίων, ποὺ (ὅπως ἰσχυρίζονται) δὲν ἀποτειχίστηκαν.
Ἄλλοι, ἀρνοῦνται τὴν ἀποτείχιση, καὶ θεωρώντας τὸν ἑαυτό τους ὡς κατέχοντα πᾶσαν τὴν ἀλήθεια καὶ ὡς τὸ μόνο«φωτισμένο», διδάσκουν ὅτι δὲν δικαιούμαστε νὰ ἀποτειχιστοῦμε, ἂν δὲν ἀποκτήσουμε τὶς δικές τους θεολογικὲς γνώσεις κι ἂν δὲν κατανοήσουμε πρῶτα ὅλη τὴν ἀλήθεια περὶ τοῦ τί εἶναι Οἰκουμενισμός, ποὺ οἱ «ἴδιοι» ἀλάνθαστα κατέχουν.
Οἱ Ἅγιοι, ὅμως, δὲν διδάσκουν κάτι τέτοιο.
Ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ κάθε αἵρεση εἶναι δεδομένη διδασκαλία τους καὶ καθῆκονὅλων, παράλληλα μὲ τὴν προσπάθεια γιὰ τὴν καλύτερη γνώση τῆς Ὀρθοδοξου Πίστεως καὶ τὴν ἐργασία γιὰ τὴν ἐφαρμογὴ τῶν Ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ.
"Κύριε, πρὸς σὲ κατέφυγον, δίδαξόν με τοῦ ποιεῖν τὸ θέλημάσου, ὅτι σὺ εἶ ὁ Θεός μου. Ὅτι παρὰ σοὶ πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτίσου ὀψόμεθα φῶς".