Δευτέρα 23 Μαΐου 2016

ΠΟΤΕ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΓΕΓΟΝΟΣ Η ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ

* Βρισκόμαστε στὰ ἔσχατα.
* Ἡ ἐσχάτη αἵρεση (κατὰ τοὺς Πατέρες) δὲν θὰ καταδικασθεῖ ἀπὸ ἐκκλησιαστικὴ Σύνοδο.
* Ἡ Ἕνωση ὅλων, ποὺ προωθεῖται ἀπὸ τὴν παγκοσμιοποίηση καὶ τὴν Ν. Ἐποχή, ταιριάζει ἀπόλυτα καὶ εὐνοεῖ τὰ σχέδια τοῦ Οἰκουμενισμοῦ καὶ τοῦ Ἀντιχρίστου ὡς Παγκόσμιου Ἡγέτη.
* Οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι φορεῖς τῆς αἱρέσεως, γι΄ αὐτὸ καὶ συνυπάρχουν ἁρμονικά –ὡς μία τῶν ἐξουσιῶν– μὲ τὶς ἄλλες ἐξουσίες.
* Ἡ ἐπίσημη ἐκκλησιαστικὴ ἐξουσία δὲν θὰ ἀγωνισθεῖ κατὰ τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γι’ αὐτὸ ἡ εὐθύνη τοῦ ἀγώνα ἐπαφίεται στὸν καθένα πιστό.
* Ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος εἶχε πεί ὅτι, ὅταν ἀναγνωρίσουν οἱ ὀρθόδοξοι ὡς Ἐκκλησία μὲ μυστήρια ὅ,τι δὲν εἶναι Ἐκκλησία (ὅπως σήμερα οἱ παπικοὶ καὶ οἱ Προτεστάντες, ὁ Πάπας καὶ οἱ τελετές τους ἀναγνωρίζονται ὡς Ἐκκλησία, κληρικοὶ καὶ μυστήρια ἀπὸ τοῦς Οἰκουμενιστές) τότε ἡ Ἕνωση θὰ εἶναι γεγονὸς τετελεσμένο.


Ἀπὸ πρόσφατη ὁμιλία
τοῦ π. Εὐθύμιου Τρικαμηνᾶ
στὸν Ἱ. Ναὸ ἁγ. Μάρκου Εὐγενικοῦ Θεσσαλονίκης.

Αὐτὸ ποὺ σὲ ἄλλες ἐποχές (ποὺ ἦταν ζωντανὴ ἡ πίστη τῶν ὀρθοδόξων) ἦταν φυσικό, τὸ νὰ ἀπομακρυνθοῦμε δηλαδὴ ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, νὰ μὴ ἔχουμε καμιὰ ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς (ὄχι κοινωνική, ἐπαγγελματική), αὐτὸ ποὺ κάποτε ἦταν φυσιολογικὸ καὶ τὸ εἶχε καταλάβει καὶ ὁ τελευταῖος ὀρθόδοξος Χριστιανός, σήμερα ἔχει γίνει ἀκατανόητο, ὑπερβολικό, ἀκραῖο, φανατικὸ κ.λπ.

Αὐτὸ συμβαίνει γιατὶ ἔχει ἐξασθενήσει ἡ πίστις μας, τὰ ὀρθόδοξα κριτήρια ποὺ εἴχανε κάποτε οἱ Χριστιανοί. Ὁ τελευταῖος χωρικὸς εἶχε τὸ ὀρθόδοξο κριτήριο καὶ ἤξερε ποῦ θὰ πρέπει νὰ πάει νὰ κοινωνήσει, ἀπὸ ποιόν πρέπει νὰ ἀπομακρυνθεῖ, ποῦ θὰ πρέπει νὰ ἀκουμπήσει τὴν ψυχή του καὶ ποῦ νὰ ἐμπιστευθεῖ τὴν σωτηρία τῆς ψυχῆς του. Αὐτὰ ὅλα τὰ γνώριζαν τότε οἱ ἄνθρωποι, ἀλλὰ σήμερα δὲν τὰ γνωρίζουμε καὶ γι’ αὐτὸ μᾶς φαίνονται ὑπερβολικά.
Πρέπει ὅμως νὰ ποῦμε ὅτι βρισκόμαστε στὰ ἔσχατα χρόνια, ἤδη αὐτὸ τὸ ἔχουμε κατανοήσει ὅλοι, ὅτι βρισκόμαστε στὰ ἔσχατα χρόνια. Καὶ τὸ κατανοοῦμε καὶ ἀπὸ τὴν κοινωνικὴ πλευρὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἐκκλησιαστικὴ πλευρά.
Δηλαδή, στὰ ἔσχατα χρόνια θὰ συγκλίνουνε τὰ ἐκκλησιαστικὰ γεγονότα μὲ τὰ πολιτικὰ γεγονότα. Ἡ δὲ αἵρεσις τῶν ἐσχάτων καιρῶν, μᾶς ἔχουν πεῖ οἱ Πατέρες, ὅτι δὲν θὰ καταδικασθεῖ, ἀλλὰ θὰ ἐπικρατήσει καὶ θὰ εἶναι τέτοια αὐτὴ ἡ αἵρεσις, ποὺ θὰ ταιριάζει μὲ τὴν πάγκοσμιοποίηση, μὲ τὴν Ν. Ἐποχὴ καὶ μὲ τὸν Ἀντίχριστο.
Πῶς θὰ μᾶς κυβερνήσει ὁ Ἀντίχριστος ἅμα δὲν ἑνωθοῦμε ὅλοι. Ὄχι μόνο πολιτικά, ἀλλὰ καὶ ἐκκλησιαστικά. Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸν λόγο σήμερα δὲν μιλάει κανεὶς γιὰ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας.
Οἱ Ἐπίσκοποι, οἱ ὁποῖοι εἶναι οἱ φορεῖς τῆς αἱρέσεως· οἱ φορεῖς τῆς μολύνσεως, τοῦ καρκίνου αὐτοῦ, εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι οἱ φορεῖς· καὶ διαλέγουνε τώρα ποιούς Ἐπισκόπους θὰ κάνουνε, ὥστε αὐτοὶ νὰ μὴ μιλᾶνε γιὰ τὴν αἵρεση τῆς ἐποχῆς μας, ἀλλὰ νὰ τὰ πηγαίνουν καλὰ μὲ τὶς ἐξουσίες, μὲ τοὺς πολιτικούς, μὲ τοὺς Μασώνους, μὲ τοὺς Εὐρωπαίους, μὲ τοὺς Ἑβραίους, μὲ ὅλους νὰ τὰ πηγαίνουν καλά. Μόνο ἂν βρεθεῖ κάποιος αὐστηρὸς ὀρθόδοξος, μὲ αὐτὸν δὲν τὰ πηγαίνουν καλά. Μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους τὰ πηγαίνουν καλὰ οἱ Ἐπίσκοποι. Αὐτοὶ λοιπόν εἶναι οἱ φορεῖς τῆς αἱρέσεως.
Ἡ αἵρεσις λοιπὸν τῶν ἐσχάτων καιρῶν δὲν θὰ καταδικασθεῖ, ἀλλὰ θὰ ταιριάζει ἀπόλυτα μὲ τὴν παγκοσμιοποίηση, θὰ συμβαδίσουνε τὰ ἐκκλησιαστικὰ μὲ τὰ πολιτικὰ πράγματα σὲ σημεῖο ποὺ ὁ ἕνας νὰ καλύπτει τὸν ἄλλο. Ἡ μία ἐξουσία νὰ καλύπτει τὴν ἄλλη καὶ ἡ μία ἐξουσία νὰ στηρίζει τὴν ἄλλη.
Ἔτσι λοιπόν, βλέπουμε σήμερα τοὺς ἐκκλησιαστικοὺς ἡγέτες μας νὰ στηρίζονται ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, καὶ οἱ πολιτικοὶ πάλι νὰ στηρίζονται ἀπὸ τοὺς ἐκκλησιαστικούς.
Σ’ αὐτὰ τὰ ἔσχατα λοιπὸν χρόνια ποὺ εἴμαστε, ποὺ βρισκόμαστε, ὁ καθένας θὰ σωθεῖ μὲ ἕνα προσωπικὸ ἀγώνα· δὲν θὰ περιμένει δηλαδὴ νὰ κάνει ἀγώνα ἡ Ἐκκλησία, ὅπως κάποτε ἔκαναν οἱ Πατέρες, κι ἔκαναν Συνόδους καὶ καταδικάζανε τὶς αἱρέσεις. Σήμερα θὰ κάνουμε Συνόδους γιὰ νὰ ἐπιβραβεύσουμε τὶς αἱρέσεις.
Μοῦ ἔλεγε κάποτε ὁ π. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος, καὶ τὸ ἔχω ἀναφέρει ἀρκετὲς φορές, ἀλλὰ ἐπειδὴ εἶναι σημαντικὸ αὐτὸ θὰ τὸ ἀναφέρω πάλι, γιατὶ αὐτὸ ποὺ εἶπε, ἔχει γίνει σήμερα. Μοῦ εἶχε πεῖ τὸ ἑξῆς, κάποια φορὰ ποὺ κάπου συζητούσαμε ἐκεῖ στὴν Ἀθήνα· ὅτι, ἂν κάποτε μοῦ λέει, πάτερ, ἂν κάποτε φτάσουμε νὰ ἀναγνωρίσουμε σὰν Ἐκκλησία, ἕνα μυστήριο ποὺ γίνεται ἐκτὸς Ἐκκλησίας, νὰ τὸ ἀναγνωρίσουμε ὡς ἔγκυρο, χωρὶς ὅμως νὰ μετανοήσει αὐτὸς ποὺ τὸ ἔχει πάρει τὸ μυστήριο αὐτό, ἀλλὰ θὰ βρίσκεται ἐκεῖ, στὴν πλάνη ποὺ βρίσκεται, αὐτὸ θὰ εἶναι, λέει, σὰν νὰ ἀρνούμεθα τὴν ὑπόσταση τοῦ ἑαυτοῦ μας, σὰν νὰ ἀρνούμεθα τὴν Ὀρθοδοξία μας.
Ἔτσι εἶχε πεῖ τότε ὁ π. Ἐπιφάνιος. Καὶ αὐτὸ ἔχει γίνει. Ἔχουμε ἀναγνωρίσει τὰ μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Δὲν τὰ ἔχουμε ἀναγνωρίσει ὅταν μετανοοῦνε (ἐπειδὴ μετανόησαν), τὰ ἔχουμε ἀναγνωρίσει ἐκεῖ ποὺ βρίσκονται(χωρὶς νὰ προηγηθεῖ μετάνοια). Καὶ αὐτοὶ ἀναγνώρισαν ἐμᾶς, κι ἐμεῖς ἀναγνωρίσαμε ἐκείνους. 

Ἔχει γίνει μιὰ ἀλληλοπεριχώρηση. Αὐτὴ εἶναι ἡ Ἕνωσις τῶν Ἐκκλησιῶν. Καὶ ἐδῶ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα λέμε, καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα. Τὸ Ἅγιο Πνεῦμα ὅμως δημιουργεῖ μία Ἐκκλησία. Ἂν ὑπάρχει καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ στοὺς αἱρετικούς, καὶ στοὺς Ὀρθόδοξους τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, καὶ τελεῖ τὰ μυστήρια, (τότε) γιατί αὐτοὶ νὰ μετανοήσουν καὶ νὰ γίνουν ὀρθόδοξοι. Γιὰ ποιό λόγο νὰ ἀγωνιστοῦν οἱ Πατέρες καὶ νὰ καταδικάσουν τὶς αἱρέσεις, ἀφοῦ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ Ἅγιο Πνεῦμα; Γιατί ὁ Χριστὸς νὰ πεῖ ἐγὼ εἶμαι ἡ Ἀλήθεια; Ἡ Ἀλήθεια εἶναι ὁ Χριστός!(Ἀλλά) ἀφοῦ καὶ ἐδῶ καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια; Καὶ στὴν πλάνη καὶ ἐκεῖ ὑπάρχει ἡ Ἀλήθεια; ὑπάρχει (κι ἐκεῖ) τὸ Ἅγιο Πνεῦμα, τὸ Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας;

Αὐτὸ λοιπόν, ἡ ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων ἔχει γίνει, ἔγινε στὸ Μπελαμὲντ τοῦ Λιβάνου, μεταξὺ Ὀρθοδόξων καὶ παπικῶν· ἔχουμε ἤδη ἀναγνωρίσει καὶ τὴν ἱερωσύνη τῶν Ἀγγλικανῶν καὶ κάποιων ἄλλων ὁμάδων Προτεσταντικῶν, ὅτι κι ἐκεῖ τελοῦνται τὰ μυστήρια· ἀνήκουμε στὸ Π.Σ.Ε., ἐκεῖ ποὺ εἶναι ὅλες οἱ Προτεσταντικὲς αἱρέσεις, ποὺ ἄλλοι πιστεύουνε στὴν θεότητα τοῦ Χριστοῦ, ἄλλοι δὲν πιστεύουνε, ἄλλοι τελοῦνε τὸ βάπτισμα μὲ νερό, κι ἄλλοι δὲντ ὸ τελοῦνε μὲ νερό· ἄλλοι κάνουν Θ. Κοινωνία μὲ οἶνο καὶ ἄλλοι δὲν τὴν κάνουνε, γιατὶ εἶναι ἐναντίον τοῦ οἴνου· ὁτιδήποτε. Δηλ. εἴμαστε κι ἐμεῖς ὅλοι ἰσότιμα ἐκεῖ μέσα, δηλ. μὲ ὅλες τὶς αἱρέσεις κι ἐμεῖς ἀνάμεσα ἐκεῖ, οἱ Ὀρθόδοξοι.
Προδώσαμε, λοιπόν, τὴν Ὀρθοδοξία στὶς ἡμέρες μας καὶ μᾶς φαίνονται ὑπερβολικὰ αὐτὰ ποὺ λένε οἱ Πατέρες μας, ὅτι πρέπει νὰ ἀπομακρυνόμεθα ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς. Ἐφόσον οἱ αἰρετικοὶ εἶναι ἐντὸς πλέον τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἐχθρὸς εἶναι μέσα στὸ κάστρο, μέσα στὰ τείχη, πρέπει νὰ φυλαχτοῦμε ἀπὸ τοὺς ἐχθρούς. Ἂν εἴχαμε μία μολυσματικὴ ἀσθένεια καὶ βρισκότανε ἀνάμεσά μας, δὲν θὰ κοιτάγαμε ποιός τὴν ἔχει κ.λπ., νὰ τὸν ἀπομακρύνουμε, νὰ ἀπομονώσουμε ἢ νὰ ἀπομονωθοῦμε ἐμεῖς ἀπὸ αὐτόν;
Αὐτὸ θὰ πεῖ αἵρεσις. Αὐτὰ ὅλα τὰ πράγματα σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι δὲν τὰ γνωρίζουν, καὶ ἠθελημένα δὲν τὰ γνωρίζουν, διότι, καὶ οἱ χριστιανοὶ βολεύονται σ’ αὐτὴν τὴν ἄγνοια, γιατὶ ἡ ὀρθοδοξία θέλει ἀγώνα· βλέπετε οἱ Χριστιανοὶ εἶχαν τὸ πνεῦμα τοῦ μαρτυρίου ἐξ ἀρχῆς, ἀπὸ τοὺς Ἀποστολικοὺς χρόνους, ὅταν ἐβαπτίζοντο καὶ ὁμολογούσανε τὴν πίστη τους, εἴχανε μέσα τους τὸ πνεῦμα τοῦ μαρτυρίου, ὅτι δηλ. θὰ προσπαθήσουνε νὰ ὑπερασπιστοῦν τὴν πίστη καὶ τὴν Ἀλήθεια ἀντὶ πάσης θυσίας καὶ μέχρις αἵματος. Αὐτὸ τὸ νιώθανε καὶ γι’ αὐτὸ τὸ λόγο, ἀπὸ τὰ πρῶτα χρόνια τοῦ Χριστιανισμοῦ εἴχαμε μάρτυρες καὶ δὲν σταματήσανε νὰ ὑπάρχουνε μάρτυρες. 

Μόνο στὰ ἔσχατα χρόνια, τώρα, λείψανε οἱ μάρτυρες καὶ τὰ μαρτύρια καὶ θὰ ἐκλείψουνε σιγά-σιγά, διότι ὅσοι θέλουνε νὰ εἶναι Χριστιανοὶ πραγματικοὶ στὰ ἔσχατα χρόνια, αὐτοὶ πραγματικὰ θὰ εἶναι ὁμολογητὲς καὶ μάρτυρες, καὶ λένε οἱ Πατέρες, καὶ μόνο ποὺ θὰ ὁμολογοῦν ὅτι εἶναι Ὀρθόδοξοι, γιατὶ θὰ ὑπάρχει ἕνας ἀποκλεισμός, δὲν θὰ μποροῦν νὰ σταθοῦν οὔτε μέσα στὴν Ἐκκλησία, οὔτε μέσα στὴν πολιτεία, ἀλλὰ μόνο στὰ βουνὰ σὰν τὰ ἀγρίμια, σὰν τὰ θηρία θὰ ζοῦν οἱ Χριστιανοὶ τὰ ἔσχατα χρόνια. 
Καὶ ποιός θ’ ἀντέξει ἀπὸ μᾶς, ἀφοῦ ἡ πίστη μας εἶναι ἀναιμική, ἀσθενική, ποιός θ’ ἀντέξει ἀπὸ μᾶς ἀδελφοί μου στὰ ἔσχατα χρόνια νὰ πεῖ, ἐγὼ εἶμαι Ὀρθόδοξος, ἐγὼ δὲν ξεπουλάω τὴν πίστη μου, θέλω νὰ πεθάνω Ὀρθόδοξος, δὲν θέλω νὰ πεθάνω ἀνακατεμένος μὲ τοὺς αἱρετικούς, μὲ τοὺς Οἰκουμενιστές, καὶ μὲ τοὺς Παπικούς, καὶ μὲ τοὺς Προτεστάντες, θέλω νὰ πεθάνω Ὀρθόδοξος, νὰ κρατήσω τὴν σημαία τῆς Ὀρθοδοξίας. Ποιός θὰ μπορέσει αὐτὸ ἀπὸ μᾶς νὰ τὸ κάνει;
Πρέπει νὰ ἔχουμε κάνει μέσα μας μιὰ προεργασία, κι αὐτὴ ἡ προεργασία θὰ εἶναι νὰ ἀποδεχθοῦμε τὸ μαρτύριο, τὸ ὁποῖο ὑποσχεθήκαμε στὸ βάπτισμά μας, «ἀποτάσσομαι τὸν σατανᾶ καὶ τὰ ἔργα του» κ.λπ., ἀλλὰ στὴν οὐσία ὅμως δὲν τὸ ἔχουμε ἀποδεχθεῖ τὸ βάπτισμά μας ἀκόμη, γιατὶ δὲν ἔχουμε ἀποδεχθεῖ τὸ μαρτύριο, γι’ αὐτὸ δὲν ἔχουμε ἀποδεχθεῖ τὸ βάπτισμά μας· καὶ γι’ αὐτὸ τὸν λόγο, αὐτὰ ποὺ λέμε τώρα φαίνονται ὑπερβολικά, ὅτι δηλ. ἐδῶ δὲν θὰ ἔρθει νὰ μεταλάβει ὅποιος πηγαίνει καὶ κοινωνεῖ ἐκεῖ ποὺ μνημονεύονται οἱ αἱρετικοὶ Οἰκουμενιστὲς Ἐπίσκοποι. 
Αὐτοὶ ποὺ ἔχουνε προδώσει, ποὺ τάχουνε βρεῖ μὲ τοὺς Παπικούς, μὲ τοὺς Προτεστάντες, μὲ τοὺς Μασώνους καὶ μὲ ὅλους, αὐτοὶ λοιπόν, ὅποιοι πηγαίνουν ἐκεῖ καὶ κοινωνᾶνε ἐκεῖ, δὲν θὰ ἔρθουν νὰ μεταλάβουν σὲ ἐμᾶς. Αὐτὸ πρέπει νὰ τὸ σεβαστοῦμε, τουλάχιστον σὰν μιὰ ἐπιθυμία τοῦ ἱερέως ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο, γιατὶ ὁ Μ. Βασίλειος τὴν εὐθύνη γιὰ τὸ ποιός θὰ μεταλαβαίνει τὰ ἅγια μυστήρια τὴν ἐναποθέτει στὸν τελοῦντα τὸ μυστήριο ἱερέα. Πρόσεχε, τοῦ λέει, σὲ ποιόν μεταδίδεις τὰ μυστήρια. Σὲ αὐτούς, λέει, ποὺ πρέπει νὰ κοινωνήσουν, ποὺ εἶναι ἄξιοι νὰ μεταλάβουν, θὰ τὰ μεταδίδεις, λέει, χωρὶς νὰ ζητᾶς τίποτα ὡς ἀντάλλαγμα ἀπὸ αὐτούς· καὶ σὲ αὐτούς, λέει, ποὺ δὲν θὰ πρέπει νὰ κοινωνήσουν, δὲν θὰ τοὺς μεταδίδεις τὰ μυστήρια, ἔστω κι ἂν εἶναι αὐτὸς ποὺ φορεῖ τὸ διάδημα. Θὰ λὲς ὄχι καὶ σ’ αὐτόν, δηλ. στὸν αὐτοκράτορα, ποὺ ὁ αὐτοκράτορας ἔπαιρνε κεφάλια, τότε...
Σήμερα ὅμως, τὰ ἔχουμε ἰσοπεδώσει ὅλα, δυστυχῶς. Ἀκόμα καὶ τὰ μυστήριά μας τάχουμε κάνει σὰν νὰ μὴν εἶναι τίποτα. Σὰν νὰ εἶναι κάτι τὸ κοινό, κάτι τὸ ἁπλό. Ὅλοι πρέπει νὰ κοινωνήσουμε, ὅπως καὶ νἄμαστε, ὅ,τι καὶ νἄμαστε, πρέπει ὅλοι νὰ κοινωνήσουμε. Δὲν εἶναι ἔτσι τὰ πράγματα. Δὲν μᾶς σώζει αὐτὴ ἡ Θ. Κοινωνία, μᾶς κολάζει αὐτὴ ἡ Θ. Κοινωνία. Γι’ αὐτὸ λέει καὶ ὁ ἀπ. Παῦλος ὅτι πρέπει νὰ προσέχουμε «δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει, μὴ διακρίνων τὸ σῶμα καὶ τὸ αἷμα τοῦ Κυρίου», δηλ. εἰς κατάκρισιν. Ὁ ἀπ. Παῦλος τὸ λέει. Καὶ ἐμεῖς λέμε, ὄχι, πρέπει νὰ κοινωνήσουμε, εἶναι Πάσχα, εἶναι αὐτά, κι ἂς πηγαίνουμε κι ἐδῶ νὰ κοινωνᾶμε κι ἐκεῖ, κι ἂς τόχουμε δίπορτο καὶ ἂς παίζουμε καὶ σὲ διπλὸ ταμπλώ.
Θὰ ἤθελα λοιπόν νὰ γίνει σεβαστὴ αὐτὴ ἡ ἐπιθυμία τοῦ ἱερέως ποὺ τελεῖ τὸ μυστήριο. 
Ἐμεῖς εἴμαστε οἱ καθηρημένοι γι’ αὐτούς, εἴμαστε οἱ ἄνθρωποι ποὺ εἴμαστε ἐν πάσῃ περιπτώσει ἐκτὸς Ἐκκλησίας γι’ αὐτούς, ὁπότε ὅποιοι πηγαίνουν ἐκεῖ καὶ κοινωνᾶνε ἐκεῖ, δὲν πρέπει κανονικὰ κι ἀπὸ μόνοι τους νἄρθουν νὰ κοινωνήσουν ἐδῶ, γιατὶ κι ἅμα πεῖτε ἐσεῖς ὅτι πῆγα καὶ κοινώνησα στὸν π. Εὐθύμιο, θὰ σᾶς πάρουνε καὶ θὰ σᾶς πατάξουνε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία... Θὰ ποῦνε τὰ μυστήρια (ποὺ τελεῖ) εἶναι ἄκυρα.
Ἐφόσον λοιπόν, τὰ δικά μας εἶναι ἄκυρα καὶ τὰ δικά τους ἔγκυρα, θὰ πηγαίνετε ἐκεῖ, ὅσοι θέλετε νὰ κοινωνήσετε, νὰ πηγαίνετε ἐκεῖ στοὺς Οἰκουμενιστές, σ’ αὐτοὺς ποὺ τὰ πᾶνε καλὰ καὶ μὲ τὸ διάβολο ἀκόμα.