Ευλόγησον Πατερ.
Πως εγώ ο ελάχιστος και αμαρτωλός Εφραίμ, και πλήρης πλημμελημάτων, θέλω δυνηθή να διηγηθώ τα υπέρ την δύναμίν μου!
Αλλ’ επειδή ο Σωτήρ δια της ευσπλαχνίας του τούς αγραμμάτους σοφίαν εδίδαξε, και δι’ αυτών τούς απανταχού πιστούς κατεφώτισε, θέλει ενδυναμώσει και ημών την γλώσσαν προς ωφέλειαν και οικοδομήν, και εμού του λέγοντος και πάντων των ακροατών.
Θα λαλήσω δε με οδύνας, και θα είπω με στεναγμούς, περί της συντελείας του κόσμου τούτου, και περί του αναιδεστάτου και φοβερού Δράκοντος, όστις μέλλει να ταράξη πάσαν την υπό τον ουρανόν κτίσιν, και να εμβάλη δειλίαν, και ολιγωρίαν, και δεινήν απιστίαν εις τας καρδίας των ανθρώπων, και να ποιήση τέρατα και σημεία και φόβητρα, ώστε, εάν δυνηθή, να πλανήση και τούς εκλεκτούς, και να απατήση πάντας δια ψευδών σημείων, και δια φανταστικών τεράτων, υπό αυτού γενομένων. Διότι κατά συγχώρησιν του αγίου Θεού λαμβάνει εξουσίαν ν’ απατήση τον κόσμον, διότι επληθύνθη η ασέβεια του κόσμου, και πανταχού διάφορα κακά πράττονται. Και επειδή οι άνθρωποι ηθέλησαν να απομακρυνθώσιν από του Θεού, και ν’ αγαπήσωσι τον Πονηρόν, δια τούτο ο άχραντος Δεσπότης συνεχώρησε να δοκιμασθώσι δια πνεύματος αποπλανήσεως.
Μέγας είναι ο αγών, αδελφοί, μάλιστα δε εις τούς πιστούς, κατά τούς καιρούς εκείνους, όταν γίνωνται σημεία και τέρατα υπ’ αυτού του Δράκοντος εν πολλή εξουσία· όταν πάλιν δεικνύει εαυτόν ως θεόν δια φοβερών φαντασμάτων, και ίπταται εις τον αέρα, και πάντες οι δαίμονες σηκώνονται εις τον αέρα, ως άγγελοι, έμπροσθεν του τυράννου· διότι φωνάζει μετά δυνάμεως, αλλάσσων μορφάς, και εκφοβίζων καθ’ υπερβολήν άπαντας τούς ανθρώπους· τότε, αδελφοί, ποιός θέλει ευρεθή τετειχισμένος, και μένων ασάλευτος, εάν δεν έχη το σημείον εν τη ψυχή του, δηλαδή την αγίαν παρουσίαν του μονογενούς Υιού του Θεού ημών;
Όταν ίδη την απερίγραπτον εκείνην θλίψιν, η οποία γίνεται πανταχού εις πάσαν ψυχήν, η οποία δεν έχει τελείως παραμυθίαν, ούτε πάλιν άνεσιν εν γη και θαλάσση· όταν ίδη ότι συνταράσσεται ο σύμπας κόσμος, και φεύγει έκαστος δια να κρυβή εις τα όρη, και άλλος μεν αποθνήσκει της πείνης, άλλος δε λιώνει ως κερί εν δεινή θλίψει, και ουδείς υπάρχει ο ελεών· όταν ίδη άπαντα τα πρόσωπα δακρύοντα, και μετά πόθου ερωτώντας τούς ανθρώπους, μήπως ακούεται λόγος Θεού επί της γης; και ακούη ουδαμού.
Ποιός θέλει υποφέρει τας ημέρας εκείνας; Ποιός δεν θα υπομείνη την θλίψιν την αφόρητον; όταν ίδη σύγχυσιν των λαών, οι οποίοι έρχονται από των περάτων της γης εις θέαν του ουρανού, και ίδη ότι πολλοί προσκυνούσιν έμπροσθεν του τυράννου, και κράζουσι μετά τρόμου, ότι συ είσαι ο Σωτήρ ημών· όταν ίδη ότι η θάλασσα ταράσσεται, και η γη ξηραίνεται, οι ουρανοί δεν βρέχουσι, τα φυτά μαραίνονται· άπαντες δε οι ευρισκόμενοι προς ανατολάς, φεύγουσι προς δυσμάς, εκ της πολλής δειλίας· και πάλιν δε οι ευρισκόμενοι προς δυσμάς, φεύγουσι προς ανατολάς μετά τρόμου, ο δε αναιδής λαβών τότε εξουσίαν θα αποστείλη δαίμονα εις πάντα τα πέρατα, ώστε να κηρύξη παρρησία, ότι βασιλεύς μέγας εφάνη μετά δόξης, έλθετε και ίδετε αυτόν. Ποιός είναι αυτός ο οποίος θα έχη τέτοια αδαμαντίνην ψυχήν, ώστε να υποφέρη γενναίως άπαντα τα σκάνδαλα; Ποιός άρα ο άνθρωπος αυτός, ως προείπον, ώστε να μακαρίσωσιν αυτόν πάντες οι άγγελοι;
Εγώ φιλόχριστοι και τέλειοι αδελφοί, εφοβήθην εξ αυτής της ενθυμήσεως του Δράκοντος, μελετών καθ’ εαυτόν την θλίψιν, ήτις μέλλει να γίνη εις τούς ανθρώπους κατά τούς καιρούς εκείνους· διότι αυτός ο Δράκων είναι μιαρός, και φοβερός εις το γένος των ανθρώπων, και μάλιστα γίνεται πικρότερος εις τούς δυναμένους να νικώσι τα φαντάσματα αυτού. Διότι τότε θα ευρεθώσι πολλοί ευάρεστοι εις τον Θεόν, δυνάμενοι να σωθώσι εις τα όρη, και εις τα βουνά, και εις τούς ερήμους τόπους, μετά πολλών δεήσεων και υπερβολικών κλαυθμών. Διότι ο άγιος Θεός, θεωρών αυτούς εις τοιούτον απερίγραπτον κλαυθμόν και ειλικρινή πίστιν, ευσπλαχνίζεται αυτούς, ως φιλόστοργος πατήρ, και διατηρεί αυτούς όπου εκρύβησαν· διότι ο παμμίαρος δεν παύει του να ζητή τούς αγίους κατά γην και θάλασσαν, νομίζων ότι θέλει βασιλεύσει του λοιπού επί της γης, και πάντας υποτάσσει. Και νομίζει ο άθλιος ότι θα αντισταθή κατά την ώραν εκείνην την φοβεράν, όταν έλθη ο Κυριος εκ των ουρανών, μη γινώσκων ο άθλιος την ασθένειαν και υπερηφάνειαν αυτού, δια την οποίαν και εξέπεσεν. Όμως ταράσσει την γην, εκφοβίζει τα σύμπαντα δια ψευδών και μαγικών σημείων.
Κατά τον καιρόν δε εκείνον, όταν έλθη ο Δράκων, δεν υπάρχει άνεσις επί της γης· αλλά θλίψις μεγάλη, ταραχή, και σύγχυσις, θάνατοι, και πείνα εις πάντα τα πέρατα· διότι αυτός ο Κυριος ημών δια του θείου αυτού στόματος είπεν, ότι τοιαύτα δεν έγειναν απ’ αρχής της κτίσεως. ημείς δε οι αμαρτωλοί, πως θα παρομοιάσωμεν το υπέρμετρον και ανέκφραστον αυτής, αφού τοιουτοτρόπως την ωνόμασεν ο Θεός; Ας συλλογισθή δε έκαστος ακριβώς τας αγίας λέξεις του Κυρίου και Σωτήρος πως δια την ανάγκην και την θλίψιν την μεγάλην, κολοβώνει τας ημέρας της θλίψεως καθ’ ο εύσπλαγχνος, συμβουλεύων ημάς και λέγων. "Προσεύχεσθε δια να μη γείνη η φυγή ημών εν καιρώ χειμώνος, μήτε εν ημέρα Σαββάτου". Και πάλιν· "Αγρυπνείτε πάντοτε δεόμενοι συνεχώς δια να καταξιωθήτε να εκφύγητε την θλίψιν, και να σταθήτε έμπροσθεν του Θεού, διότι ο καιρός είναι εγγύς". Ας δεηθώμεν συνεχώς με δάκρυα και προσευχάς νύκτα και ημέραν, προκόπτοντες ενώπιον του Θεού δια να σωθώσιν οι αμαρτωλοί.
Εαν κάποιος έχη δάκρυα και κατάνυξιν, ας δεηθή εις τον Κυριον, δια να ρυσθώμεν από την θλίψιν, η οποία μέλλει να έλθη εις την γην· διότι θα γείνωσι κατά τόπους λιμοί, σεισμοί, και θάνατοι διάφοροι επί της γης. Γενναία θα είναι η ψυχή, η οποία θα δυνηθή να κρατήση εαυτήν απηλλαγμένην από τα σκάνδαλα ταύτα. Διότι εάν ευρεθή άνθρωπος ν’ αδιαφορή ολίγον, εύκολα πολιορκείται και γίνεται αιχμάλωτος του δράκοντος του πονηρού και δολίου, και ο τοιούτος ευρίσκεται ασυγχώρητος εις την κρίσιν, διότι επίστευσεν εις τον Τυραννον εκουσίως. Πολλών προσευχών και δακρύων έχομεν ανάγκην, αγαπητοί, δια να ευρεθώμεν ακλόνητοι εις τούς πειρασμούς. Διότι πολλά είναι τα φαντάσματα, τα οποία γίνονται από το θηρίον. Διότι επειδή είναι Θεομάχον θέλει όλοι ν’ απολεσθώσι· διότι τοιούτον τρόπον μεταχειρίζεται ο Τυραννος, ώστε όλοι να βαστάζωσι την σφραγίδα του Θηρίου, όταν θα έλθη ν’ απατήση τα σύμπαντα.
Προσέχετε, αδελφοί μου, την υπερβολήν του Θηρίου· διότι μεταχειρίζεται διάφορα τεχνάσματα πονηρίας. Άρχεται από την γαστέρα· ίνα όταν τις στεναχωρηθή μη έχων φαγητά, αναγκασθή να λάβη την σφραγίδα εκείνου· όχι ως έτυχεν εις παν μέρος του σώματος, αλλ’ εις την δεξιάν χείρα και εις το μέτωπον, δια να μη έχη εξουσίαν ο άνθρωπος να κάμη με αυτήν το σημείον του σταυρού, μήτε πάλιν εις το μέτωπον να σημειώση το άγιον όνομα του Κυρίου. Διότι γνωρίζει ο άθλιος, ότι όταν ο Σταυρός του Κυρίου σφραγισθή επί του ανθρώπου λύει πάσαν την δύναμιν του Εχθρού, και δια τούτο σφραγίζει την δεξιάν του ανθρώπου.
Λοιπόν, αδελφοί μου, φρικτός είναι ο αγών εις όλους τούς φιλοχρίστους ανθρώπους, ίνα μέχρις ώρας θανάτου μη δειλιάσωσι, μηδέ αμελήσωσιν, όταν χαράση ο Δράκων την σφραγίδα του, αντι του σταυρού του Σωτήρος. Διότι πάντα τρόπον μεταχειρίζεται, ίνα ουδόλως ονομάζηται το όνομα του Κυρίου ημών και Σωτήρος εις τον καιρόν τούτον. Τούτο δε κάμνει φοβούμενος και τρέμων την αγίαν δύναμιν του Σωτήρος ημών. Διότι εάν κάποιος δεν σφραγίζηται με την σφραγίδα εκείνου, δεν γίνεται αιχμάλωτος εις τα φαντάσματα εκείνου, ούτε ο Κυριος απομακρύνεται απ’ αυτού αλλά τον φωτίζει και τον σύρει προς εαυτόν. Πρέπει να εννοήσωμεν, αδελφοί μου, μετά πάσης ακριβείας, ότι τα φαντάσματα του Εχθρού είναι αποτρόπαια.
Ο δε Κυριος ημών έρχεται με γαλήνην δια ν’ αποκρούση δι’ ημάς τα τεχνάσματα του Θηρίου. Την στερεάν πίστιν του Χριστού ειλικρινώς βαστάζοντες, θα κάμωμεν την δύναμιν του Τυράννου ευκλόνιστον. Ας αποκτήσωμεν λογισμόν αμετάθετον και σταθερότητα, και τότε απομακρύνεται αφ’ ημών ο ασθενής Εχθρός, μη έχων τι να κάμη.
Εγώ ο ελάχιστος παρακαλώ εσάς, αδελφοί φιλόχριστοι, ας μη γινώμεθα μαλθακοί, αλλά μάλλον δυνατοί με την δύναμιν του Χριστού, διότι απαραίτητος αγών είναι επί θύρας· ας αναλάβωμεν λοιπόν τον θυρεόν της πίστεως. Έτοιμοι λοιπόν γίνεσθε καθώς πιστοί οικέται, μη δεχόμενοι άλλον· επειδή ο κλέπτης, και αλάστωρ, και άσπλαγχνος μέλλει να έλθη πρώτος εις ωρισμένους καιρούς, θέλων να κλέψη, να θύση, και να απολέση την εκλεκτήν ποίμνην του αληθινού ποιμένος Χριστού, και επί τούτω αναλαμβάνει σχήμα του αληθινού ποιμένος.
Ας μάθωμεν, ω φίλοι, με ποίον σχήμα έρχεται εις την γην ο αναίσχυντος Όφις. Επειδή ο Σωτήρ, θέλων να σώση το ανθρώπινον γένος, ετέχθη εκ Παρθένου, και εν σχήματι ανθρώπου επάτησε τον Εχθρόν με την αγίαν δύναμιν της Θεότητος Αυτού, ηθέλησε και αυτός ν’ αναλάβη το σχήμα της αυτού παρουσίας δια να μας απατήση. Ο δε Κυριος ημών θα έλθη εις την γην εν νεφέλαις φωτειναίς, ως αστραπή φοβερά, ο δε Εχθρός δεν θα έλθη τοιουτοτρόπως διότι είναι αποστάτης.
Γεννάται μεν ακριβώς εκ κόρης μιαράς, αλλά δεν σαρκούται τοιουτοτρόπως. Θα έλθη δε ο παμμίαρος εν σχήματι τοιούτω, ως κλέπτης, δια να απατήση τα σύμπαντα. Θα είναι ταπεινός, ήσυχος, θα μισή την αδικίαν, θα αποστρέφηται τα είδωλα, θα προτιμά την ευσέβειαν, αγαθός, φιλόπτωχος, ευειδής καθ’ υπερβολήν, ευκατάστατος, ιλαρός εις όλους, θα τιμά πολύ το γένος των Ιουδαίων, διότι αυτοί προσμένουσι την έλευσιν εκείνου. Μεταξύ δε πάντων τούτων, θα εκετελή σημεία και τέρατα, φόβητρα με πολλήν εξουσίαν, θα προσπαθή δολίως να αρέση εις όλους, δια να αγαπηθή ταχέως από πολλούς, δεν θα λάβη δώρα, δεν θα λαλήση μεθ’ ημών, θα φαίνηται κατηφής, θα εξαπατά τον κόσμον υπό το πρόσχημα της ευταξίας, έως ου βασιλεύση.
Όταν λοιπόν ίδωσι λαοί πολλοί και δήμοι τοιαύτας αρετάς και δυνάμεις, ενούνται όλοι συγχρόνως με μίαν γνώμην, και με χαράν μεγάλην κηρύσσουσιν αυτόν βασιλέα,λέγοντες μεταξύ των. Μήπως άρα ευρίσκεται άνθρωπος άλλος τόσον αγαθός και δίκαιος; Ανορθούται δε ευθέως η βασιλεία εκείνου, και θα πατάξη μεθ’ υμών τρεις βασιλείς μεγάλους. Έπειτα υψούται η καρδία του και θα εμέση ο Δράκων την πικρότητά του. Ταράσσων δε την οικουμένην κινεί τα πέρατα, θλίβει τα σύμπαντα, και μιαίνει τας ψυχάς. Όχι πλέον ως ευλαβής, αλλά πολύ αυστηρός εις όλα· απότομος, οργίλος, θυμώδης, ακατάστατος, φοβερός, αήδης, μισητός, βδελυκτός, ανήμερος, αλάστωρ, αναιδής, και προσπαθών να εμβάλη εις το βόθρον της ασεβείας όλον το ανθρώπινον γένος.
Πληθύνει σημεία ψευδώς, και όχι αληθώς· και ενώ παρίσταται πολύς λαός και ευφημεί αυτόν, βάλλει φωνήν ισχυράν, ώστε να σαλευθή ο τόπος, επί του οποίου ίστανται οι όχλοι, λέγων. Γνωρίσατε όλοι οι λαοί την δύναμίν μου και την εξουσίαν· μεταθέτει όρη, και ανάγει νήσους από την θάλασσαν με πλάνην και φαντασίαν· και ενώ πλανά τον κόσμον και φαντάζει τα σύμπαντα, πολλοί θα δοξάζωσι και θα πιστεύσωσιν αυτόν ως θεόν ισχυρόν.
Τότε θα θρηνή δεινώς και θα στενάζη πάσα ψυχή· τότε όλοι θα υποφέρωσι θλίψιν απαραμύθητον, η οποία θα κατέχη αυτούς νύκτα και ημέραν, και δεν θα ευρίσκωσιν ουδαμού παρηγορίαν.
Τότε θα αποθνήσκωσι τα νήπια εις τούς κόλπους των μητέρων, και πάλιν η μήτηρ θα αποθνήσκη επάνω εις το παιδίον και ο πατήρ μετά της γυναικός και των τέκνων του θ’ αποθνήσκη εις τας αγοράς, και δεν θα υπάρχη κάποιος να θάψη αυτούς και να τούς βάλη εις μνήμα. Από τα πολλά δε θνησιμαία, τα οποία θα ρίπτωνται εις τας πλατείας, θα υπάρχη παντού δυσωδία, η οποία θα στενοχωρή πολύ τούς ζώντας. Το πρωϊ όλοι θα λέγωσι μετ’ οδύνης και στεναγμών πότε θε γείνη εσπέρα δια ν’ αναπαυθώμεν ολίγον; Όταν δε θα έλθη πάλιν η εσπέρα θα λέγωσι με πικρότατα δάκρυα, πότε άρα θα φωτίση δια ν’ αποφύγωμεν την θλίψιν, η οποία μας κυριεύει; Και δεν θα υπάρχη τόπος να φύγη κάποιος και να κρυβή, διότι τα πάντα θα ταραχθώσι, και η θάλασσα και η ξηρά.
Δια τούτο είπεν εις ημάς ο Κυριος· Γρηγορείτε δεόμενοι αδιαλείπτως να διαφύγητε την θλίψιν· θα είναι δυσωδία εν θαλάσση, δυσωδία επί της γης, λιμοί, σεισμοί, εν θαλάσση σύγχυσις, επί της γης σύγχυσις, εν θαλάσση φόβητρα, φόβητρα επί της γης. Χρυσός πολύς και άργυρος, και μεταξωτά ιμάτια, αλλά δεν θέλουσιν ωφελήσει εις την θλίψιν εκείνην, και πάντες οι άνθρωποι μακαρίζουσι όλους όσους απέθανον πριν έλθη η μεγάλη θλίψις επί γης. Διότι ρίπτεται και ο χρυσός και ο άργυρος εις τας πλατείας, και ουδείς εγγίζει αυτά· επειδή όλα είναι βδελυκτά. Παντες σπουδάζουσι να διαφύγωσι και να κρυβώσιν, αλλ’ ουδαμού ευρίσκουσι τόπον δια να κρυβώσιν εκ της θλίψεως. Προς δε τούτοις μετά λιμού και της θλίψεως, και του φόβου, ευρίσκονται θηρία και ερπετά δάκνοντα· έσωθεν φόβος, και έξωθεν τρόμος· και εν νυκτί και εν ημέρα θνησιμαία κείνται εις πλατείας.
Εις τας πλατείας δυσωδία, εις τας οικίας δυσωδία, εις τας πλατείας πείνα και δίψα, εις τας οικίας πείνα και δίψα· εις τας πλατείας φωνή κλαυθμού, εις τας πλατείας θόρυβος, και εις τας οικίας θόρυβος. Ένας έκαστος μετά κλαυθμού συναντά τον έτερον· πατήρ το τέκνον, και ο υιός τον πατέρα, μήτηρ την θυγατέρα· φίλοι μετά φίλων εναγκαλισθέντες εκλείπουσιν· και αδελφοί μετά αδελφών εναγκαλισθέντες αποθνήσκουσιν. Εμαράνθησαν και τα κάλλη του προσώπου πάσης σαρκός. Γινονται δε αι μορφαί των ανθρώπων ως νεκρού. Γινεται βδελυκτόν και μισητόν το κάλος των γυναικών. Θελει μαρανθή πάσα σαρξ, και η επιθυμία των ανθρώπων. Όλοι δε όσοι επείσθησαν εις το φοβερόν Θηρίον, και έλαβον την σφραγίδα εκείνου, τον δυσεβή χαρακτήρα του μιαρού, προστρέχοντες προς αυτόν θα λέγωσι μετ’ οδύνης. Δος εις ημάς να φάγωμεν και να πίωμεν, διότι πάντες αποθνήσκομεν της πείνης, και αποδίωξον αφ’ ημών πάντα τα ιοβόλα θηρία. Και μη έχων ο άθλιος αποκρίνεται πολύ αποτόμως λέγων· από που εγώ θα δώσω εις εσάς να φάγητε και να πίητε, ω άνθρωποι, ο ουρανός δεν θέλει δώση βροχήν εις την γην· η γη πάλιν δεν έδωκε διόλου θέρος η γεννήματα. Ακούοντες δε ταύτα οι λαοί, πενθούσι και κλαίουσι, μη έχοντες παντελώς παραμυθίαν θλίψεως· αλλά θα γίνη εις την θλίψιν αυτών θλίψις απερίγραπτος, διότι τόσον προθύμως επίστευσαν εις τον Τυραννον. Διότι εκείνος ο άθλιος δεν δύναται ουδέ εαυτόν να βοηθήση, και πως θα ελεήση αυτούς;
Εις εκείνας τας ημέρας θα γίνη μεγάλη ανάγκη εκ πολλής στενοχωρίας του Δράκοντος, και του φόβου, και του σεισμού, και του ήχου της θαλάσσης, και του λιμού, και της δίψης και των δαγκωμάτων των θηρίων. Πάντες δε οι λαβόντες την σφραγίδα του Αντιχρίστου, και προσκυνήσαντες αυτόν, ως θεόν, δεν θέλουσι έχει μερίδα εις την Βασιλείαν του Χριστού, αλλά μετά του Δράκοντος θα βληθώσιν εις την γέενναν. Μακάριος ο ευρεθείς πανάγιος και πάμπιστος, και έχων δεδομένην την καρδίαν αυτού προς τον Θεόν αδιστάκτως· διότι αφόβως θα αποκρούση τας ερωτήσεις του Πονηρού, καταφρονών και τας βασάνους, και τας φαντασίας αυτού.
Πριν δε ταύτα γίνωσι, θ’ αποστείλη ο Κύριος Ηλίαν τον Θεσβίτην και τον Ενώχ, ως εύσπλαχνος, δια να παρακινήσωσιν εις την ευσέβειαν το γένος των ανθρώπων, και κηρύξωσι παρρησία την θεογνωσίαν εις πάντας τούς ανθρώπους, δια να μη πιστεύσωσιν εις τον Τύραννον ένεκα φόβου, και θέλουσι κράζει και λέγει.
Πλάνος είναι, ω άνθρωποι, ας μη πιστεύση κανείς εις αυτόν παντελώς, μηδέ να υπακούση εις τον θεομάχον· ας μη φοβηθή κανείς εξ υμών διότι ταχέως θα αφανισθή. Ιδού έρχεται εξ ουρανού ο Κύριος, δια να κρίνη πάντας, όσοι επείσθησαν εις τα σημεία αυτού· αλλ’ ολίγοι είναι τότε οι θέλοντες να υπακούσωσι, και να πιστεύσωσι εις το κήρυγμα των προφητών. Ταύτα δε ποιεί ο Σωτήρ, δια να δείξη την άφατον αυτού φιλανθρωπίαν· ότι ουδέ κατά τον καιρόν εκείνον δεν αφίνει το γένος των ανθρώπων άνευ κηρύγματος, δια να υπάρχουν πάντες αναπολόγητοι εις την κρίσιν.
Πολλοί δε των αγίων, όσοι τότε θα ευρεθώσιν εις την έλευσιν του μιαρού, χύνουσι ποταμηδόν τα δάκρυα μετά στεναγμών προς τον Θεόν τον άγιον, δια να λυτρωθώσιν από τον Δράκοντα· και φεύγουσι μετά μεγάλης σπουδής εις τας ερήμους, και κρύπτονται εις τα όρη, και τα σπήλαια μετά φόβου· και πασπαλίζουσι χώμα και στάκτην εις τας κεφαλάς, παρακαλούντες νύκτα και ημέραν μετά πολλής ταπεινώσεως. Και ο άγιος Θεός θέλει χαρίσει τούτο εις αυτούς· δηλαδή οδηγεί αυτούς η χάρις εις ωρισμένους τόπους, και σώζονται κρυπτόμενοι εις τας οπάς και τα σπήλαια μη βλέποντες τα σημεία και τα φόβητρα του Αντιχρίστου.
Διότι η έλευσις τούτου γίνεται γνωστή εις τούς έχοντας τον νουν προσηλωμένον εις τα άνω· εις δε τούς έχοντας τον νουν εις βιωτικά πράγματα, και ποθούντας τα γήϊνα, δεν θα γίνη φανερόν τούτο. Διότι όποιος είναι δεδεμένος πάντοτε εις βιωτικά πράγματα, και αν ακούση απιστεί, και βδελύσσεται τον λέγοντα.
Οι δε άγιοι θέλουσιν ενδυναμωθή, διότι πάντοτε απέρριψαν την μέριμναν του βίου τούτου.
Τότε πενθεί πάσα η γη και η θάλασσα· και ο αήρ πενθεί, συγχρόνως δε και τα άγρια ζώα, μετά των πετεινών του ουρανού· πενθούσιν όρη, και βουνοί, και τα δένδρα των πεδιάδων· πενθούσι δε και οι φωστήρες του ουρανού δια το γένος των ανθρώπων, ότι πάντες εξέκλιναν από του αγίου Θεού, και επίστευσαν εις τον πλάνον, δεχθέντες το σημείον του μιαρού και θεομάχου, αντι του ζωοποιού Σταυρού του Σωτήρος.
Πενθεί η γη και η θάλασσα, διότι αιφνιδίως κατέπαυσεν η φωνή της ψαλμωδίας και της προσευχής εκ στόματος ανθρώπου. Πενθούσι πάσαι αι εκκλησίαι του Χριστού πένθος μέγα· διότι δεν λειτουργείται ο αγιασμός και η προσφορά.
Όταν λοιπόν συμπληρωθώσι οι τρεις και ήμισυ καιροί της εξουσίας και πράξεως του μιαρού, και όταν εκπληρωθώσι πάντα τα σκάνδαλα πάσης της γης, θα έλθη επί τέλους ο Κυριος, ως αστραπή αστράπτων εξ ουρανού, ο άγιος, και άχραντος, και φοβερός, και ένδοξος Θεός ημών, μετά δόξης ακατανοήτου, προτρεχόντων ενώπιον της δόξης αυτού των ταγμάτων των αγγέλων και αρχαγγέλων, οι οποίοι είναι πάντες φλόγες πυρός, και ποταμός πλήρης πυρός μετά φοβεράς ανεμοζάλης. Τα χερουβείμ έχοντα το όμμα κάτω, και τα Σεραφείμ ιπτάμενα και κρύπτοντα τα πρόσωπα και τούς πόδας εις τας πυρίνας πτέρυγας, θέλουσι κράζει μετά φρίκης. Εγείρεσθε οι κοιμώμενοι. Ιδού, ήλθεν ο Νυμφίος. Ανοίγονται δε τα μνήματα, και ως εν ροπή οφθαλμού εγείρονται πάσαι αι φυλαί, και βλέπουσιν το κάλλος το άγιον του Νυμφίου· και μύριαι μυριάδες, και χίλιαι χιλιάδες αγγέλων και αρχαγγέλων, και αναρίθμητοι στρατιαί, χαίρουσι χαράν μεγάλην, άγιοι δε και δίκαιοι και πάντες οι μη λαβόντες την σφραγίδα του Δράκοντος και ασεβούς αγάλλονται. Και άγεται ο Τυραννος δεδεμένος υπό αγγέλων μετά πάντων των δαιμόνων ενώπιον του βήματος· και οι λαβόντες την σφραγίδα αυτού, και πάντες οι ασεβείς και αμαρτωλοί δεδεμένοι· και δίδει ο βασιλεύς την κατ’ αυτών απόφασιν της καταδίκης εις το πυρ το άσβεστον.
Πάντες δε οι μη λαβόντες την σφραγίδα του αντιχρίστου, και πάντες οι εν σπηλαίοις, αγάλλονται μετά του Νυμφίου εις τον νυμφικόν θάλαμον τον αιώνιον και ουράνιον, μετά πάντων των αγίων, εις απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
Οι δε άγιοι θέλουσιν ενδυναμωθή, διότι πάντοτε απέρριψαν την μέριμναν του βίου τούτου.
Τότε πενθεί πάσα η γη και η θάλασσα· και ο αήρ πενθεί, συγχρόνως δε και τα άγρια ζώα, μετά των πετεινών του ουρανού· πενθούσιν όρη, και βουνοί, και τα δένδρα των πεδιάδων· πενθούσι δε και οι φωστήρες του ουρανού δια το γένος των ανθρώπων, ότι πάντες εξέκλιναν από του αγίου Θεού, και επίστευσαν εις τον πλάνον, δεχθέντες το σημείον του μιαρού και θεομάχου, αντι του ζωοποιού Σταυρού του Σωτήρος.
Πενθεί η γη και η θάλασσα, διότι αιφνιδίως κατέπαυσεν η φωνή της ψαλμωδίας και της προσευχής εκ στόματος ανθρώπου. Πενθούσι πάσαι αι εκκλησίαι του Χριστού πένθος μέγα· διότι δεν λειτουργείται ο αγιασμός και η προσφορά.
Όταν λοιπόν συμπληρωθώσι οι τρεις και ήμισυ καιροί της εξουσίας και πράξεως του μιαρού, και όταν εκπληρωθώσι πάντα τα σκάνδαλα πάσης της γης, θα έλθη επί τέλους ο Κυριος, ως αστραπή αστράπτων εξ ουρανού, ο άγιος, και άχραντος, και φοβερός, και ένδοξος Θεός ημών, μετά δόξης ακατανοήτου, προτρεχόντων ενώπιον της δόξης αυτού των ταγμάτων των αγγέλων και αρχαγγέλων, οι οποίοι είναι πάντες φλόγες πυρός, και ποταμός πλήρης πυρός μετά φοβεράς ανεμοζάλης. Τα χερουβείμ έχοντα το όμμα κάτω, και τα Σεραφείμ ιπτάμενα και κρύπτοντα τα πρόσωπα και τούς πόδας εις τας πυρίνας πτέρυγας, θέλουσι κράζει μετά φρίκης. Εγείρεσθε οι κοιμώμενοι. Ιδού, ήλθεν ο Νυμφίος. Ανοίγονται δε τα μνήματα, και ως εν ροπή οφθαλμού εγείρονται πάσαι αι φυλαί, και βλέπουσιν το κάλλος το άγιον του Νυμφίου· και μύριαι μυριάδες, και χίλιαι χιλιάδες αγγέλων και αρχαγγέλων, και αναρίθμητοι στρατιαί, χαίρουσι χαράν μεγάλην, άγιοι δε και δίκαιοι και πάντες οι μη λαβόντες την σφραγίδα του Δράκοντος και ασεβούς αγάλλονται. Και άγεται ο Τυραννος δεδεμένος υπό αγγέλων μετά πάντων των δαιμόνων ενώπιον του βήματος· και οι λαβόντες την σφραγίδα αυτού, και πάντες οι ασεβείς και αμαρτωλοί δεδεμένοι· και δίδει ο βασιλεύς την κατ’ αυτών απόφασιν της καταδίκης εις το πυρ το άσβεστον.
Πάντες δε οι μη λαβόντες την σφραγίδα του αντιχρίστου, και πάντες οι εν σπηλαίοις, αγάλλονται μετά του Νυμφίου εις τον νυμφικόν θάλαμον τον αιώνιον και ουράνιον, μετά πάντων των αγίων, εις απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν.
(Αγίου Εφραίμ του Σύρου - Ασκητικά σελ. 330 - Ἐκδ. Ρηγόπουλος. Θεσ. 1996)