Κυριακή 7 Αυγούστου 2016

ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΑΠΟΤΕΛΟΥΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ

«Βλέπετε μη τις υμάς πλανήση. πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες, εγώ ειμι ο Χριστός, και πολλούς πλανήσουσι… και πολλοί ψευδοπροφήται εγερθήσονται και πλανήσουσι πολλούς» (Ματθ. κδ 4, 5 και 11). Δηλαδή:
Προσέχετε μήπως τυχόν σας πλανήση κανείς. Διότι πολλοί θα έλθουν με το δικό μου όνομα και θα λέγουν· εγώ είμαι ο Χριστός και θα παρασύρουν πολλούς στο δρόμο της πλάνης. Ακόμη πολλοί ψευδοπροφήτες θα εμφανισθούν και θα πλανήσουν πολλούς.
«Αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού» (Τιτ. Δ, 10) τον αιρετικό άνθρωπο μετά από την πρώτη και δεύτερη συμβουλή, παράτησέ τον. Και συνεχίζει ο Απόστολος: Διότι αυτοί οι άνθρωποι έχουν διαστραφή και αμαρτάνουν και ελέγχονται από την συνείδησή τους.
Έχουν κάνει μεγάλη ζημιά στο ποίμνιο της Εκκλησίας. Είναι «λύκοι βαρείς». Λέγουν συνεχώς ψέμματα. Είναι ψευδομάρτυρες. Είναι επίορκοι.
Το 325 μ.Χ. όταν η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος κατεδίκασε τον αιρετικό Άρειο αυτός προσποιήθηκε ότι απέπτυσε τις αιρετικές διδασκαλίες του και ότι είναι Ορθόδοξος και μάλιστα ζητούσε να γίνει δεκτός στην Εκκλησία. Πράγματι παρουσιάσθηκε στον Αυτοκράτορα Μ. Κωνσταντίνο και του είπε ότι θέλει να επιστρέψη στην Εκκλησία.
Ο Μ. Κωνσταντίνος τον ρώτησε: «Ορκίζεσαι ενώπιον του Θεού, ότι απέπτυσες κάθε βλασφημία κατά του Κυρίου ημών;». Ο Άρειος δέχθηκε τον όρκο και είπε στον Αυτοκράτορα ότι απέπτυσε τις δοξασίες του και ότι τώρα είναι Ορθόδοξος. Τότε του λέγει ο Μ. Κωνσταντίνος:
«Ει η πίστις σου ασεβής εστιν, ο Θεός τιμωρήσει τον επίορκον».
Τότε ο Μ. Κωνσταντίνος κάλεσε τον γέροντα Αρχιεπίσκοπο Κωνσταντινουπόλεως Αλέξανδρο και τον διέταξε να δεχθή τον Άρειο να συλλειτουργήσουν. Αυτό στενοχώρησε βαθύτατα τον Αρχιεπίσκοπο. Προσευχήθηκε όλη την νύκτα με δάκρυα, διότι γνώριζε ότι εψεύδετο ο Άρειος. Όμως η θεία Δίκη έκαμε το έργον της. Όταν ο Άρειος πήγαινε να συλλειτουργήση, περνώντας από τα δημόσια αποχωρητήρια πέθανε μέσα σε φρικτούς πόνους. Διότι έρρευσαν μαζί και τα σωθικά του. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα λέγουν την κατάρα: «Να ρέψης σαν τον Άρειο». Τέτοιο φρικτό βάσανο δοκίμασε ο επίορκος.
  • Ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς στο βιβλίο του «Ορθόδοξος Εκκλησία και Οικουμενισμός» τονίζει: «Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων, περί των αιρετικών είναι η εξής: αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία. Δια τούτο δεν δύνανται αύται να έχουν άγια Μυστήρια».
«Ένεκα τούτου, συμφώνως προς το φρόνημα της Καθολικής του Χριστού Εκκλησίας και συμφώνως προς ολόκληρον την ορθόδοξον Παράδοσιν, η Ορθόδοξος Εκκλησία δεν παραδέχεται την ύπαρξιν άλλων μυστηρίων έξω απ᾽αυτήν, ούτε θεωρεί αυτά ως μυστήρια, έως ότου προσέλθη τις δια της μετανοίας εκ της αιρετικής “εκκλησίας”, δηλαδή ψευδοεκκλησίας, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν του Χριστού. Μέχρις  ότου δε μένει τις έξω από την Εκκλησίαν, μη ηνωμένος μετ᾽αυτής δια της μετανοίας, μέχρι τότε είναι ούτος δια την Εκκλησίαν αιρετικός και αναποφεύκτως ευρίσκεται εκτός της σωτηριώδους Κοινωνίας =Communio. Διότι “τις μετοχή δικαιοσύνη και ανομία; τις δε κοινωνία φωτί  προς σκότος” (Β´ Κορ. στ. 14)».
  • Κάποτε έστειλε ένα υποτακτικό του ο Μέγας Παΐσιος για δουλειά στην πόλη. Στο δρόμο ο υποτακτικός βρήκε ένα Εβραίο. Αυτός βλέποντας ότι ο μοναχός είναι απλοϊκός του λέγει: «Αγαπητέ μου, πιστεύεις σ᾽ ένα απλό, σταυρωμένο άνθρωπο, ενώ Αυτός δεν ήταν καθόλου ο αναμενόμενος Μεσσίας; Κάποιος άλλος πρόκειται να έρθη, όχι Αυτός. Δεν γεννήθηκε ακόμη, τον περιμένουμε». Και ο υποτακτικός είπε: «Ίσως αυτά που λες, να είναι σωστά».
Όταν επέστρεψε στην έρημο, ο όσιος Παΐσιος δεν του έλεγε κουβέντα. Τελικά, μετά από πολλές παρακλήσεις του υποτακτικού, ο άγιος του είπε:
«Ποιός είσαι συ; Δεν σε ξέρω. Ο υποτακτικός μου ήταν Χριστιανός και είχε επάνω του τη σφραγίδα του Αγίου Πνεύματος, αλλ᾽εσύ  δεν είσαι έτσι. Αν είσαι πραγματικά  ο υποτακτικός μου, τότε η χάρη του βαπτίσματος σ᾽ έχει εγκαταλείψει και η εικόνα του Χριστιανού έχει α­φαιρεθή».
Ο υποτακτι­κος διηγήθηκε με δάκρυα τη συζήτησή του με τον Εβραίο, κι ο άγιος απάντησε:
«Δυστυχισμένε! Τι μπορεί να ήταν χειρότερο και πιο ανόητο από τέτοια λόγια, με τα οποία απαρνήθηκες το Χριστό και το θείο Του Βάπτισμα; Τώρα πήγαινε και θρήνησε για τον εαυτό σου όπως θέλεις, γιατί δεν έχεις θέση μαζί μου. Το όνομά σου γράφτηκε μ᾽εκείνους που έχουν αρνηθή το Χριστό, και μαζί μ᾽ αυτούς θα κριθής και θα βασανιστής».