Είχαμε την εορτή του Αγίου και όπως κάθε χρόνο είχαν συρρεύσει πλήθη πιστών από το νησί μας, από τα γύρω νησιά, από όλη την Ελλάδα κι από το εξωτερικό.
Ανάμεσα στους πολλούς αρρώστους, που είχαν προστρέξει εκείνη τη χρονιά με πίστη στη χάρη του θαυματουργού Αγίου μας, ήταν κι ένα γεροδεμένο παλληκάρι, λίγο μεγαλύτερο από σας. Το κρατούσαν από το χέρι ο αδελφός του και η νύφη του. Ήταν τυφλός. Όταν αντίκρισα το πρόσωπό του, ράγισε η καρδιά μου. Οι κόγχες των ματιών του ήταν αδειανές. Θέαμα φρικτό, ανατριχιαστικό. Όπως μου είπε ο αδελφός του, έμεινε τελικά χωρίς μάτια έπειτα από κάποιο φοβερό ατύχημα. Οι γιατροί έκριναν, ότι έπρεπε να εξορυχθούν οι οφθαλμοί του, για να προστατευθεί ο υπόλοιπος οργανισμός του. Ήρθε κι αυτός μαζί με τους άλλους αρρώστους στη χάρη του Αγίου και ξάπλωσε στο δρόμο, απ’ όπου θα περνούσε η λιτανεία με το ιερό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου.
Μόλις λοιπόν αντιλήφθηκε από τον θόρυβο, ότι έφτασε από πάνω του το ιερό σκήνωμα, έκανε κάτι συγκλονιστικό. Σηκώθηκε ξαφνικά, άρπαξε με τα δυνατά χέρια του την άκρη της μεγάλης λάρνακας και φώναζε μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς του: «Θέλω μάτια, Άγιε, τώρα! Δώσ’ μου μάτια τώρα! Θέλω μάτια τώρα! Τώρα!!»
Η πομπή σταμάτησε. Ο τυφλός νέος κρατώντας τη λάρνακα συνέχιζε να φωνάζει σπαραξικάρδια «δώσ’ μου μάτια τώρα! τώρα!»
Το λέω και ανατριχιάζω. Όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε. Οι ιερείς έκαναν μια δέηση, και πριν τελειώσει η δέηση, το θαύμα, το απίστευτο μα αληθινό, είχε συντελεστεί.
Ανάμεσα στους πολλούς αρρώστους, που είχαν προστρέξει εκείνη τη χρονιά με πίστη στη χάρη του θαυματουργού Αγίου μας, ήταν κι ένα γεροδεμένο παλληκάρι, λίγο μεγαλύτερο από σας. Το κρατούσαν από το χέρι ο αδελφός του και η νύφη του. Ήταν τυφλός. Όταν αντίκρισα το πρόσωπό του, ράγισε η καρδιά μου. Οι κόγχες των ματιών του ήταν αδειανές. Θέαμα φρικτό, ανατριχιαστικό. Όπως μου είπε ο αδελφός του, έμεινε τελικά χωρίς μάτια έπειτα από κάποιο φοβερό ατύχημα. Οι γιατροί έκριναν, ότι έπρεπε να εξορυχθούν οι οφθαλμοί του, για να προστατευθεί ο υπόλοιπος οργανισμός του. Ήρθε κι αυτός μαζί με τους άλλους αρρώστους στη χάρη του Αγίου και ξάπλωσε στο δρόμο, απ’ όπου θα περνούσε η λιτανεία με το ιερό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου.
Μόλις λοιπόν αντιλήφθηκε από τον θόρυβο, ότι έφτασε από πάνω του το ιερό σκήνωμα, έκανε κάτι συγκλονιστικό. Σηκώθηκε ξαφνικά, άρπαξε με τα δυνατά χέρια του την άκρη της μεγάλης λάρνακας και φώναζε μ’ όλη τη δύναμη της καρδιάς του: «Θέλω μάτια, Άγιε, τώρα! Δώσ’ μου μάτια τώρα! Θέλω μάτια τώρα! Τώρα!!»
Η πομπή σταμάτησε. Ο τυφλός νέος κρατώντας τη λάρνακα συνέχιζε να φωνάζει σπαραξικάρδια «δώσ’ μου μάτια τώρα! τώρα!»
Το λέω και ανατριχιάζω. Όλος ο κόσμος συγκλονίστηκε. Οι ιερείς έκαναν μια δέηση, και πριν τελειώσει η δέηση, το θαύμα, το απίστευτο μα αληθινό, είχε συντελεστεί.
Δύο θαυμάσια μάτια γέμισαν αμέσως τις κόγχες του παλληκαριού εκείνου.
Δάκρυα χαράς και συγκινήσεως γέμισαν τα μάτια των πιστών που έζησαν από κοντά το θαυμαστό γεγονός. Οι καμπάνες του Ναού μας διαλαλούσαν επί ώρα το θαύμα. Και ο πρώην τυφλός ακολουθούσε πρώτος το σκήνωμα του Αγίου σ’ όλη τη λιτανεία, λαμποκοπώντας από χαρά. Μερικοί μάλιστα πήγαιναν και έβλεπαν προσεκτικά τα θαυμάσια μάτια του και σταυροκοπιόντουσαν. Δεν έχω ξαναδεί ποτέ κι εγώ τέτοια μάτια!